- δώσετε
- δίδωμιAër.fut ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δώσεθ' — δώσετε , δίδωμι Aër. fut ind act 2nd pl δώσεται , δίδωμι Aër. fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δώσετ' — δώσετε , δίδωμι Aër. fut ind act 2nd pl δώσεται , δίδωμι Aër. fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
датисѧ — ДА|ТИСѦ (141), МЬСѦ, СТЬСѦ гл. 1. Страд. к дати в 1 знач.: златьникъ ѥдинъ да дастьсѩ реченымъ старьцьмь на всѩкѹ не(д). УСт ХІI/ХІІІ, 243 об. 2. Быть отданным, переданным: дастьсѩ наслѣдье братѹ его. (δώσετε) КР 1284, 258б; и цѣна ихъ да дастьсѩ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
εξαγορά — η (Μ ἐξαγορά) 1. αντίτιμο («να δώσετε εξαγορά τής γής») 2. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («εξαγορά αιχμαλώτων») νεοελλ. 1. αγορά στο ακέραιο («η εξαγορά τού μεριδίου τών συγκληρονόμων») 2. δωροδοκία («εξαγορά των δικαστών, συνειδήσεων») 3.… … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
πότισμα — ίσματος, το, ΝΜΑ [ποτίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ποτίζω (α. «το πότισμα τού κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τούς δώσετε να φάνε») νεοελλ. η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek